-
1 πρόσκλισις
II inclination, predilection,τῶν γερόντων Plb.6.10.10
; τινι to one, Id.5.51.8;αἵρεσίς ἐστι π. δογμάτων Stoic.2.37
; π. δόγμασιν ibid., D.L. Prooem.20, S.E.P.1.16; μετὰ -κλίσεως Carnead. and Clitomach. ap. eund.ib. 230; κατὰ πρόσκλισιν with partiality, 1 Ep.Ti.5.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσκλισις
-
2 ἑτεροβάρεια
A weighing down to one side, Hsch., Suid. s.v. κατὰ πρόσκλισιν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑτεροβάρεια
-
3 ἑτερομέρεια
ἑτερο-μέρεια, ἡ,A inclination to one side, Suid., Phot.s.v. κατὰ πρόσκλισιν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑτερομέρεια
-
4 πρόσκλισις
πρόσκλισις, εως, ἡ (προσκλίνω; Polyb. 5, 51, 8; 6, 10, 10; Diod S 3, 27, 2; Diog. L., Prooem. 20 al.) a relatively strong preference for someth., inclination, in our lit. only in an unfavorable sense κατὰ πρόσκλισιν in a spirit of partiality 1 Ti 5:21 (v.l., as EpArist 5, πρόσκλησιν summons, invitation); cp. 1 Cl 21:7. δίχα προσκλίσεως ἀνθρωπίνης free from human partisanship 50:2. προσκλίσεις ποιεῖσθαι engage in partisan strife 1 Cl 47:3; cp. 4.—DELG s.v. κλίνω. M-M.
См. также в других словарях:
πρόκριμα — το, ΝΑ [προκρίνω] νεοελλ. καθετί που συντελεί στον σχηματισμό προκαταρκτικής κρίσης («τα αποτελέσματα τής δημοσκόπησης αποτελούν πρόκριμα για τις επερχόμενες εκλογές») αρχ. 1. η εκ τών προτέρων κρίση ή απόφαση («χωρὶς προκρίματος μηδὲν ποιῶν κατὰ … Dictionary of Greek
πρόσκλιση — η / πρόσκλισις, ίσεως, ΝΑ [προσκλίνω] 1. κλίση, ροπή, τάση προς μια κατεύθυνση 2. στήριξη επάνω σε κάτι, ακούμπημα 3. ψυχική κλίση, συμπάθεια προς κάποιον ή κάτι νεοελλ. (κυρίως για χαιρετισμό) κλίση τού κορμού ή τής κεφαλής προς τα εμπρός,… … Dictionary of Greek